- ξεζαλίζω
- μετ.1) избавлять от головокружения; приводить в чувство; 2) отрезвлять;1) — приходить в чувство;
ξεζαλίζομαι
2) протрезвляться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεζαλίζομαι
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεζαλίζω — ξεζαλίζω, ξεζάλισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεζαλίζω — (Μ ξεζαλίζω) διώχνω τη ζάλη από κάποιον, τόν συνεφέρω («τού έφτειαξα καφέ και τόν ξεζάλισα») νεοελλ. 1. (το μέσ.) ξεζαλίζομαι α) αποβάλλω το αίσθημα τής ζάλης, συνέρχομαι («διώξε τσ αυτούς τσι λογισμούς, ξύπνησε, ξεζαλίσου», Ερωτόκρ.) β) (για… … Dictionary of Greek